Επιβεβλημένη η σε βάθος διερεύνηση της διαμόρφωσης των τιμών στην αγορά ενέργειας


Για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας δεν έχουν σημασία οι υψηλές ή οι χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά το εάν οι εν λόγω τιμές  είναι ανταγωνιστικές  έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους.  Για αυτές τις βιομηχανίες κυρίαρχο πρόβλημα παραμένει το μη ανταγωνιστικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, που διαμορφώνεται από το άθροισμα του κόστους της χονδρεμπορικής αγοράς με το κόστος της αγοράς εξισορρόπησης, το οποίο πλέον φθάνει να είναι το 25% του συνολικού κόστους.

 

Και τούτο διότι παρατηρούμε ότι πολύ συχνά στις ώρες ηλιοφάνειας, με χαμηλή ζήτηση με ταυτόχρονη υπερπαραγωγή ΑΠΕ,  4-5  θερμικές μονάδες αμείβονται όχι από το χρηματιστήριο, αλλά από την αγορά εξισορρόπησης, καθώς δεν εντάσσονται στο πρόγραμμα αγοράς του χρηματιστηρίου, ενώ το σύστημα τις χρειάζεται, διότι τις εκτοπίζουν οι φθηνότερες ΑΠΕ.

 

Είναι γεγονός ότι οι τιμές του εγχώριου χρηματιστηρίου ενέργειας είναι διαχρονικά κατά μέσο όρο 30% υψηλότερες των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης  λόγω αφενός του μείγματος της ηλεκτροπαραγωγής, όπου κυριαρχεί το ακριβό εισαγόμενο φυσικό αέριο (τιμολόγηση με το οριακό κόστος), αφετέρου λόγω της παντελούς έλλειψης ανταγωνισμού στην εγχώρια αγορά, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω.

 

Η μη ύπαρξη ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η αυξημένη ζήτηση στην ευρύτερη περιοχή των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης απλά διαμορφώνουν τις συνθήκες, ώστε να επιχειρηθεί χειραγώγηση των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, αφού οι τιμές μεταφέρονται αυτόματα στα τιμολόγια στη λιανική.

 

Συγκεκριμένα στην πρόσφατη περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου  παρατηρήθηκε εκτόξευση των τιμών στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά με τη δύση του ηλίου στις ώρες αιχμής, που ξεπερνούσαν ακόμη και τα  600 €/MWhτιμές όμως που δε δικαιολογούνται από το κόστος παραγωγής.

 

Το ίδιο φαινόμενο της διαμόρφωσης υψηλών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά από τους ίδιους παίκτες συνεχίζεται από το Νοέμβριο για όλο το φετινό χειμώνα, καθώς υπήρχε υψηλή ζήτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας για εξαγωγές στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.

 

Είναι πράγματι φθηνότερη η ελληνική αγορά ως προς εκείνη της Βουλγαρίας ή και των Βαλκανίων εάν συνυπολογίσουμε το κόστος της αγοράς εξισορρόπησης ;

 

Έτσι ακόμη και τις ημέρες κατά τις οποίες η παραγωγή των ΑΠΕ πλησίαζε το 50% της συνολικής παραγόμενης ενέργειας οι τιμές παρέμεναν υψηλές, πλέον όχι μόνο στις ώρες αιχμής αλλά όλο το 24ωρο, καθώς οι  πολύ υψηλές εξαγωγές αύξαναν σημαντικά την εγχώρια ζήτηση και συνακόλουθα τις τιμές στο ελληνικό χρηματιστήριο.

 

Με αποτέλεσμα η ηλεκτροπαραγωγή από φ.α την περίοδο Νοεμβρίου 2024- Φεβρουαρίου 2025 να αυξηθεί περίπου κατά 100%  ως προς την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Σίγουρα δε μιλάμε επομένως για εξαγωγές πλεονάζουσας πράσινης ενέργειας. Προκύπτει επομένως ευλόγως το ερώτημα εάν και πόσο επωφελείς είναι αυτές οι εξαγωγές για τον Έλληνα καταναλωτή;

 

Την ίδια περίοδο παρατηρείται ότι το ήδη υψηλό για ευρωπαϊκή χώρα κόστος της εγχώριας αγοράς εξισορρόπησης (Λογαριασμοί Προσαύξησης- ΛΠ) συνεχίζει να αυξάνεται, λόγω του μοντέλου της κεντρικής κατανομής (central dispatch), που ακολουθείται στη χώρα μας, το οποίο  αποτελεί εξαίρεση ως προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

 

Συγκεκριμένα οι χρεώσεις της αγοράς εξισορρόπησης και συγκεκριμένα ο  Λογαριασμός Προσαύξησης 3 τον Απρίλιο του 2025 έφθασε να είναι 19.8 €/MWh από 7.4 €/MWh τον Ιούνιο του 2024, ήτοι 168% αύξηση.

 

Αναλυτικότερα σύμφωνα με την έκθεση πεπραγμένων της ΡΑΕ για το 2023 τα έσοδα των ηλεκτροπαραγωγών από συμβατικές μονάδες  από μεν το χρηματιστήριο ανήλθαν σε 2.8 δις € και από δε την Αγορά Εξισορρόπησης σε συνολικά 738 εκ. €, ( σε 490 εκ. ευρώ για σκοπούς εξισορρόπησης και 248 εκ. € για σκοπούς εκτός εξισορρόπησης).

 

Εκτιμούμε ότι το κόστος της αγοράς εξισορρόπησης το 2025 θα προσεγγίσει το 1δις, καθώς το κόστος το πρώτο τετράμηνο είναι 336εκ € , ως προς 196εκ € το 2024.

 

Κόστος το οποίο πληρώνει εξ ‘ολοκλήρου ο Έλληνας καταναλωτής και ουδόλως οι ηλεκτροπαραγωγοί, οι οποίοι ωφελούνται εξίσου από την ευστάθεια του συστήματος κάνοντας φθηνές εξαγωγές. Μήπως αυτό πρέπει να αλλάξει ;

 

Εκτιμούμε ότι το κόστος της ανακατανομής του προγράμματος ένταξης των μονάδων του χρηματιστηρίου από τον ΑΔΜΗΕ, που επιβαρύνει κατά 50% τον ΛΠ3,  θα συνεχίσει να αυξάνεται  τα επόμενα έτη, εκτός εάν ληφθούν ριζικά μέτρα, όπως αυτά που καθορίστηκαν στο market reform plan, που κατατέθηκε  το 2021 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Προκύπτει σαφώς το ερώτημα γιατί καθυστερεί 4 έτη η εφαρμογή αυτών των μέτρων;

 

Πρόσφατα  δημοσιεύτηκε μελέτη της Grant Thorton που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ΕΒΙΚΕΝ που αναλύει το λογαριασμό προσαύξησης ΛΠ3 της αγοράς εξισορρόπησης. Από την ανάγνωση της μελέτης προκύπτει, όχι μόνο η κατακόρυφη αύξηση του ΛΠ3, αλλά η συστηματική σημαντική υπερδήλωση του φορτίου  που καταγράφεται κατά την περίοδο Ιουνίου- Νοεμβρίου 2024, παρά τις χρεώσεις μη συμμόρφωσης με τις οποίες επιβαρύνονται οι εκπρόσωποι φορτίου.

 

Επίσης, μας προβληματίζει το γεγονός ότι στην ενδοημερήσια αγορά  δεν επιχειρείται καν να διορθωθούν οι υπερδηλώσεις. Φαίνεται ότι οι εν λόγω παίχτες επιδιώκουν την επικράτηση της καθοδικής κατεύθυνσης στην αγορά εξισορρόπησης, οπότε και η χρέωση αποκλίσεων να είναι μικρότερη και ταυτόχρονα να επιχειρούν  να χειραγωγήσουν την τιμή στο χρηματιστήριο ενέργειας, αυξάνοντας τεχνητά τη ζήτηση μέσω των υπερδηλώσεων του φορτίου.

 

Μάλιστα παρατηρούμε ότι συχνά οι υπερδηλώσεις κυριαρχούν στις ώρες που υπάρχει υπερπαραγωγή των ΑΠΕ (Ιουν-Νοε) για να συγκρατηθούν οι τιμές. Όλα τα ανωτέρω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι απαιτείται έρευνα σε βάθος.

 

Και παράλληλα πρέπει άμεσα να αυστηροποιηθούν οι χρεώσεις μη συμμόρφωσηςώστε να αποθαρρυνθούν τέτοιες πρακτικές, οι οποίες στο τέλος της ημέρας κλονίζουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών για το εάν χειραγωγούνται οι τιμές  στην  αγορά.

 

Είναι βέβαιο ότι η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου.

Σε μια ευνομούμενη αγορά η εκτόξευση των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς σε τέτοια επίπεδα θα προκαλούσε την αντίδραση των προμηθευτών. Αυτό δε συνέβη γιατί ήταν επιλογή της κυβέρνησης οι τιμές του χρηματιστηρίου ενέργειας να περάσουν αυτόματα στα οικιακά πράσινα τιμολόγια από την 1 Ιανουαρίου του 2024.

 

Τιμολόγια που ήρθαν να αντικαταστήσουν τη γνωστή σε όλους μας ρήτρα αναπροσαρμογής με πιο πολύπλοκες φόρμουλες, τα οποία όμως έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Το παζλ συμπληρώθηκε  με την αυτόματη ένταξη  όλων των καταναλωτών στα πράσινα τιμολόγια.

 

Με δεδομένο μέχρι στιγμής ότι δεν προβλέπεται κάποιο σχήμα επιδότησης της υπέρμετρης επιβάρυνσης των βιομηχανιών λόγω της χειραγώγησης των τιμών στην αγορά, τίθεται εύλογα το ερώτημα εάν υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο για την επιβίωση της βιομηχανίας;

 

Ο νέος αναθεωρημένος ευρωπαϊκός κανονισμός λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (943/2019) αλλά και τα πρόσφατα κείμενα της Επιτροπής  για την Πράσινη Συμφωνία (Green Industrial Deal και Action plan for affordable Energy) διαμορφώνουν ένα ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο για τα κράτη μέλη που επιθυμούν να διαθέσουν ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας σε ανταγωνιστικές τιμές μέσω συμβάσεων οικονομικών διαφορών  (cfd, PPA) στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ιταλία (Energy Release 2.0), όπου ο αντίστοιχος ΔΑΠΕΕΠ (GSE) διαθέτει πράσινη ενέργεια 24 TWh στις βιομηχανίες έντασης για 3 έτη μέσω ΡΡΑ με σταθερή τιμή € 65/MWh με αναφορά στη μέση τιμή της αγοράς (baseload). Οι ωφελούμενες βιομηχανίες θα αναλάβουν την υποχρέωση να κατασκευάσουν σε 24 μήνες μονάδες ΑΠΕ διπλάσιας δυναμικότητας και να επιστρέψουν ίση ποσότητα ενέργειας στα επόμενα είκοσι έτη στην ίδια τιμή.

 

Παρόμοιος μηχανισμός  σχεδιάζεται στο Βέλγιο, στη γειτονική Βουλγαρία (€60/MWh), στη Γερμανία και λειτουργεί ήδη στη Γαλλία €42/ΜWh).

 

Ταυτόχρονα το νέο πλαίσιο για κρατικές ενισχύσεις (Clean Industrial Deal State Aid Framework) δίνει προτεραιότητα σε θέσπιση μηχανισμών αποζημίωσης της διαθεσιμότητας της Ζήτησης  (non fossil flexibility mechanism) με στόχο την απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής ώστε να προσφέρει υπηρεσία ευέλικτου φορτίου συμμετέχοντας στην αγορά εξισορρόπησης στις κρίσιμες ώρες του συστήματος. Δυστυχώς, ο ΑΔΜΗΕ  καθυστερεί χαρακτηριστικά στο να εγκρίνει τη μελέτη ευελιξίας που έχει ήδη εκπονηθεί.

 

Οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας στη χώρα μας δε ζητούν  τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο, Διεκδικούν το αυτονόητο, ήτοι να έχουν ανταγωνιστικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας.

 

 

ΠΗΓΗ : EnergyPress